θεοδαίσια

θεοδαίσια
θεοδαίσια, τά, Cret. name for the Διονύσια, Call.Aet.Oxy.2080.88, GDI5075.43 ([place name] Crete), cf. Hsch.; also, at Rhodes, SIG1035c.
II Θεοδαίσιος, , epith. of Dionysus, Hsch.; also, (sc. μήν) name of month found in various forms: Cret. [full] θιοδαίσιος GDI5149; in Cos, Rhodes, etc., [full] θευδαίσιος ib.3593, al., etc.; at Mytilene, [full] θεδαίσιος IG11(4).1064a2 ([place name] Delos).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεοδαίσια — neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδαίσια — Αρχαία γιορτή, ανάλογη με τη Θεοξένια. Πήρε αυτή την ονομασία επειδή οι πιστοί συνήθιζαν κατά τη διάρκεια της τελετουργίας να καλούν τους θεούς ή ορισμένους από αυτούς σε ευωχία (δαις δαιτός). Τα Θ. γιορτάζονταν στην Κρήτη, ιδιαίτερα στη Λύττο… …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”